- δειλόψυχος
- δειλόψυχοςfaintheartedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειλόψυχος — η, ο (AM δειλόψυχος, ον) αυτός που έχει δειλή ψυχή, λιγόψυχος … Dictionary of Greek
δειλόψυχοι — δειλόψυχος fainthearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλόνους — δειλόνους, ουν (Μ) δειλόψυχος, δειλός … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek